Για να θυμηθούμε λίγο την χρονιά που πέρασε.
Πέρασαν ήδη δύο εβδομάδες από την έναρξη του κυνηγιού και πλησιάζουμε στις «πονηρές» ημερομηνίες, όσον αφορά στα περάσματα του τρυγονιού αλλά και του ορτυκιού. Στις ευρύτερες περιοχές της χώρας μας οι πρώτες εντυπώσεις είναι θετικές από την πρώτη μέρα. Στις περιοχές της Ξάνθης – Κομοτηνής η κάρπωση ήταν καλή.
Μετά από συνομιλίες με καλούς φίλους από αυτές τις περιοχές τα πράγματα έχουν ως εξής:
Τρυγόνια όχι υπερβολικά πολλά. Αυτοί που ήξεραν τα κατατόπια και δεν κοιμήθηκαν τα πρωινά, αλλά έκαναν αναγνώριση στο χάραμα 2-3 μέρες πριν την έναρξη, ήξεραν από πού βγαίνουν τα πουλιά και πού πέφτουν για φαγητό. Η κάρπωση αυτών των ανθρώπων κυμάνθηκε από 10-20 πουλιά την πρώτη μέρα, αλλά και τις 2-3 επόμενες ημέρες.
Ορτύκια πριν την έναρξη στα εκπαιδευτικά στον κάμπο της Ξάνθης και της Κομοτηνής. Τα πράγματα ήταν πολύ θετικά, αφού μέσα σε 1-2 μέρες επιτυγχάνονταν 15-22 σηκώματα και όπως καταλαβαίνετε, τα ίδια νούμερα περίπου υπήρξαν και τις πρώτες μέρες του κυνηγιού.
Εδώ θα ήθελα να πω δύο λόγια όσον αφορά στις περιοχές εκτός του νομού μας, στα βόρεια σύνορά μας. Δε σημαίνει ότι αν ξεσηκωθούμε να πάμε να κυνηγήσουμε σε αυτές τις περιοχές, άγνωστες σε μας, θα βρούμε ικανοποιητικό αριθμό θηραμάτων εάν δεν έχουμε κάποιο ντόπιο δικό μας άνθρωπο να μας πάει στα μέρη που «κρατάει» πουλιά. Το αποτέλεσμα; Να μην ξαναπροσπαθήσουμε κάποια μακρινή έξοδο, με τη σκέψη «γιατί να κάνω τόσα χιλιόμετρα αφού και στα μέρη μου 4-5 πουλιά θα κάνω;». Εκτός από τα παραπάνω, μεγάλο ρόλο παίζει και η μορφολογία του εδάφους σε σχέση με τον τρόπο που θα κυνηγήσουμε συγκεκριμένα θηράματα. Για παράδειγμα, στις περιοχές που προανέφερα τα πουλιά (τρυγόνια) από την έναρξη και πριν από αυτή είναι ήδη εκεί για κάποιες μέρες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Ο τόπος εκεί είναι κάμπος με ποτάμια και λίμνες. Σ’ αυτούς τους τόπους, λοιπόν, θα πρέπει πριν την έναρξη, στο χάραμα, να είμαστε κοντά στις ποταμιές ή στις όχθες των λιμνών, έτσι ώστε να δούμε πού βγαίνουν τα πουλιά και το σημαντικότερο, πού πέφτουν να φάνε. Όταν ο κάμπος έχει ηλιοστάσια, τα πιο πολλά πουλιά είναι δεδομένο ότι θα τραβήξουν προς αυτά. Αλλιώς, πέφτουν σε κτήματα με θερισμένες καλαμποκιές, που γύρω υπάρχουν δέντρα, όπως ακακίες κ.λπ. Στα μέρη μας τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η μορφολογία του εδάφους είναι διαφορετική και τα πουλιά δεν κάθονται, αλλά περνούν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Το ίδιο ισχύει και για τα ορτύκια. Στους κάμπους θα τα ψάξουμε ή σε αποθεριές ή στα τριφύλλια. Υπάρχουν πολλά τέτοια κτήματα, όμως λίγα από αυτά κρατούν πουλιά. Απαραίτητη προϋπόθεση τα κτήματα αυτά να συνορεύουν με πυκνή βλάστηση, π.χ. καλαμποκιές, καπνά ή κανάλια με καλαμιές. Τα ορτύκια θέλουν να έχουν κάλυψη όταν νιώθουν κίνδυνο, να μπορούν να κρυφτούν στην πυκνή βλάστηση και όταν νιώθουν σιγουριά, να βγουν από τα πυκνά για να φάνε στα κτήματα που συνορεύουν με αυτά.
Αφού, λοιπόν, ανακαλύψουμε ποια είναι αυτά τα «κομμάτια», καλό είναι η έρευνα να γίνεται πρώτα περιμετρικά στα όρια με τα γύρω, στα πυκνά, και μετά ζώνης, προς το κέντρο, με τον άνεμο κόντρα στα σκυλιά. Εάν ο κυνηγός με τον τετράποδο φίλο του μπουν στο κτήμα προς το κέντρο του, τα πουλιά το πιο πιθανό είναι, αφού αντιληφθούν τον κίνδυνο, να τρέξουν – «ποδαρώσουν» στα πυκνά των γειτονικών κτημάτων και να μην τα βρούμε ποτέ. Εάν μπούμε περιμετρικά στο ίδιο κτήμα, θα ωθήσουμε τα πουλιά προς το κέντρο του κτήματος. Αφού εμείς είμαστε άμεσα στα πουλιά και τα πυκνά που θα ήθελαν να τρέξουν, τα σκυλιά θα σαρώσουν το κτήμα και θα μας δώσουν τη χαρά της φέρμας και της τουφεκιάς 100% εάν υπάρχουν θηράματα.