A country boy can survive…
….ένα από τα ομορφότερα, κλασσικά country τραγούδια. Σ’έναν από τους πανέμορφους στίχους του, ο στιχουργός, που ζει στα δάση του Αμερικάνικου Νότου, μιλώντας για τον φίλο του, που ζει στη Νέα Υόρκη, λέει: «ο παππούς μου μου έμαθε πώς να ζω από τη γη, ο δικός του παππούς του έμαθε να είναι businessman”. Σ’ένα μικρό τραγούδι συμπυκνωμένη μια πολύ μεγάλη αλήθεια: η τεράστια διαφορά μεταξύ «Βορείων» και «Νοτίων». Κάτω από την ίδια σημαία και την περίπου ίδια γλώσσα δυό εντελώς διαφορετικοί λαοί. Άλλη κουλτούρα άλλα ήθη και έθιμα, άλλοι τρόποι. Αλλιώτικοι άνθρωποι…
Για μένα, που είχα την τύχη να ζήσω, έστω για λίγο και την ευτυχία να κυνηγήσω στις νότιες πολιτείες της Αμερικής και για όλους σχεδόν όσους γνώρισαν τους δυό λαούς της, ο Αμερικάνικος εμφύλιος δεν ήτανε και τόσο εμφύλιος ούτε η ένωση ήταν και τόσο ένωση, οι διαφορές παραμένουν. Απλά πράματα: Διαφορετική η γη, διαφορετικοί κι οι άνθρωποί της. Άσφαλτος και ουρανοξύστες από τη μια, βουνά, δάση και βάλτοι από την άλλη. Κουστουμαρισμένοι, προγραμματισμένοι, φοβισμένοι άνθρωποι που τρέχουν ασταμάτητα κυνηγώντας το «Αμερικάνικο όνειρο» από τη μια, ροδοκόκκινοι, ηλιοψημένοι, γλεντζέδες και φωνακλάδες άνθρωποι, που ζουν το δικό τους όνειρο απ’την άλλη…
Τι μας νοιάζουν όλα αυτά εμάς;
Μας νοιάζουν! Τελικά φαίνεται πως και στην Ελλάδα, η απόσταση που χωρίζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και λειτουργούν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων από τον τρόπο που σκέφτονται και λειτουργούν οι κάτοικοι της υπαίθρου όσο πάει και μεγαλώνει. Γενιά με τη γενιά κι όσο τα σημεία επαφής (οι συγγενείς κι οι φίλοι που μείνανε στο χωριό όταν η Ελληνική κοινωνία χτυπήθηκε από την επιδημία της αστυφιλίας) λιγοστεύουν, τόσο το χάσμα μεγαλώνει.
Για τον κάτοικο της πρωτεύουσας, όποιος δεν μένει στην πόλη είναι «βλάχος», άσχετο αν είναι Θρακιώτης, Σαρακατσάνος ή Πόντιος! Για τον κάτοικο του Έβρου, όποιος ξένος έρθει για κυνήγι είναι «Αθηναίος», άσχετο αν έρχεται από τα Τρίκαλα, τη Λαμία ή τη Σπάρτη.
Και το «βλάχος» και το «Αθηναίος» έτσι όπως χρησιμοποιούνται εμπεριέχουν μια δόση απαξίωσης και, ενίοτε, μια υποψία έχθρας...
Η οργή του φαινόταν απ’τον τρόπο που περπατούσε. Ο κορμός του ριγμένος μπροστά, το κεφάλι σκυφτό, τα μάτια σηκωμένα… μέσα από τα φρύδια έβλεπε. Τα χέρια σφιγμένα γερά, σε μια στάση που φαντάζομαι θα είχαν οι σαρισσοφόροι του στρατού των Μακεδόνων όταν προέλαυναν κρατώντας το μακρύ δόρυ. Ορμητικά μπήκε στο καφενείο, ορμητικά, άγρια κοίταξε τριγύρω, ορμητικά κινήθηκε προς το μέρος μου όταν με εντόπισε. Δεν ήξερα τι θύμωσε τόσο τον Θόδωρο, παλιό καλό φίλο και συνκυνηγό, μα ήξερα ότι ψάχνει εμένα…
Δεν χαιρέτησε κανέναν, αντίθετα απ’τις συνήθειές του, ούτε κι εμένα. Βλοσυρός έκατσε στο τραπέζι μου, στο απέναντι κάθισμα.
-Τι’ναι βρε Θόδωρε; Γιατί είσαι φουρκισμένος; Τρομάζεις τον κόσμο…
-Αθηναίοι κυνήγησαν στο χωράφι μου στις καινουργιές.
- Εμ.. ηλιόσπορο καλοωριμασμένο, σε πλαγιά… ρέμα δίπλα, δεντρομάνι πυκνό απ’την άλλη, πουλάκια πάντα κράταγε, κάποιος θα το κυνηγούσε. Ντόπιος ή ξένος τι σημασία έχει;
-Έλα, είπε και σηκώθηκε. Δεν είχα όρεξη ν’αφήσω το τσιπουράκι μου στη μέση, μα όταν ο Θόδωρος είναι σ’αυτή την κατάσταση δεν του λές όχι…
Σ’όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν αλλάξαμε λέξη. Σταμάτησε το αγροτικό δίπλα στον μεγάλο μεσέ, στην άκρη του χωραφιού, εκεί που οι «συνάδελφοι» είχανε στήσει τον καταυλισμό τους την προπαραμονή της έναρξης. Μου έδειξε με το χέρι, χωρίς πάλι να μιλήσει…
Δύο μεγάλα άδεια χαρτόκουτα κι ένα τρίτο που μέσα του είχε κουτιά από κονσέρβες, πλαστικά πιάτα και κύπελλα, κομμάτια από χαρτί κουζίνας, σακκούλες και διάφορα άλλα ψιλοπράματα. Ένα γύρω σκορπισμένα μπουκάλια από νερά και ποτά, πακέτα τσιγάρων, αποδείξεις από μάρκετ και διόδια, 14 κουτιά από φυσίγγια, ένα σπασμένο καρεκλάκι…
Λίγο πιο πέρα, ανάμεσα σε δυό πουρνάρια ήτανε η τουαλέτα. Εκεί οι επισκέπτες, μαζί με το περιεχόμενο του εντέρου τους παράτησαν χαρτιά, μωρομάντηλα κι άλλα μπουκάλια του νερού…
Πήρα τη μια από τις άδειες κούτες, ξεκίνησα να μαζεύω. «Άστα» μου είπε ο Θόδωρος «θα τα μάσω εγώ. Εσύ πήγαινε να δεις μέσα, το χωράφι. Τράβα ίσα στη γκορτσούλα, θα τη βρεις τη φυλάχτρα».
Είναι ένα πυκνό, ψηλό, στο ύψος του στήθους, γιομάτο καρπό, καλοψημένο ηλιόσπορο, έτοιμο για αλώνισμα. Κινούμαι με το πλάι, αργά, προσεκτικά, μη σπάσω κάνα κοτσάνι, μη πλαγιάσω κανένα φυτό, γιατί αν πέσει δεν το πιάνει η μηχανή, μένει κάτω, πάει χαμένο…
Και ξαφνικά βρίσκομαι σ’ένα πλάτωμα 4Χ4 μέτρα, μπορεί και παραπάνω. Τα ηλιόσπορα σπασμένα, πατημένα, διαλυμένα. Μόνα όρθια δυό – τρία τσαλιά που προφανώς χρησιμοποιήθηκαν για να κρεμαστεί κάποιο δίχτυ παραλλαγής. Τρία κουτάκια από χυμούς, δυό ποτηράκια από «σπαστούς» καφέδες, με τη ζελατίνα της συσκευασίας τους, τα φακελάκια του καφέ και της ζάχαρης, τα καλαμάκια τους να βολτάρουν στο σκοπό του ανέμου, ακόμα δυό μπουκάλια του νερού, πακέτα τσιγάρων, καμιά τριανταριά κάλυκες, λίγα πούπουλα… μια τυπική, παραδοσιακή φυλάχτρα τρυγονοκυνηγού…
Από το ξέφωτο αυτό, της καταστροφής, ξεκινούν ακτινωτά καμιά δεκαριά διάδρομοι από σπασμένους και πεσμένους ηλιόσπορους. Οι δρόμοι ανάκτησης των θηραμάτων. Πιο πέρα άλλο «ξέφωτο» μικρότερο κι άλλο, κι άλλο. Το ζικ – ζακ της έρευνας για το σκοτωμένο που δεν βρέθηκε με την πρώτη…
Γόπες παντού, σ’ένα χώρο γιομάτο ξερόχορτα, μεσούσης της αντιπυρικής περιόδου…
Όταν γύρισα στον καταυλισμό ο Θόδωρος είχε ήδη μαζέψει τα σκουπίδια, τα είχε φορτώσει στην καρότσα. Φαινόταν πιο ήμερος. Πρόσφερε τσιγάρο. Το πήρα και κάτσαμε στη σκιά να το καπνίσουμε…
-Κοίτα τριγύρω. Όλο πέτρα είναι ο τόπος. 30 πλατφόρμες έβγαλα για να το κάμω χωράφι. Μία – μία με το χέρι τις φορτώσαμε, η κυρά κι εγώ. Ο σχωρεμένος ο πατέρας μου σαν το πρωτόδε «τρελάθηκες ρε» μου λέει, «γίνεται το νταμάρι χωράφι; Τσάμπα σκοτωνόσαστε».
Και το’καμα χωράφι, Γιώργη. Το καλύτερο, το πιο δυνατό. Τα είδες τα λιόσπορα. Βούρτσα. Πυκνά και γιομάτα, άδειο τσόφλι δεν θα βρεις. Να φάνε τα πουλιά του Θεού, να πάρω κι εγώ το μερτικό μου. Να ζήσω τη φαμίλια. Πολύς ο κόπος. Απ’ το πρωί ως το βράδυ καταλιακού, τσαπίζαμε τ’αγριόχορτα, μη γίνει ζούγκλα με τις βροχές τις φετεινές. Που λεφτά για μεροκάματα. Η κυρά με τη μέση τη σακατεμένη, εγώ που δόξα τω Θεώ αντέχω σα μουλάρι κι η κόρη μου με την κοιλιά στο στόμα. Πολύς ο κόπος…
Ησυχάσαμε για λίγο, ανάψαμε δεύτερο τσιγάρο…
-Να γράψεις γι’αυτά…
-Έχω γράψει. Ξανά και ξανά. Κι εγώ κι άλλοι. Μα δεν καταλαβαίνουν όλοι, Θόδωρε. Δεν είμαστε και όλοι έτσι όμως. Οι πολλοί είμαστε σωστοί, οι λίγοι μας χαλούν την εικόνα..
-Τρείς ήταν οι αλήτες. Τις τρείς γωνιές του χωραφιού πιάσανε κι οι τρείς τα ίδια κάμανε. Η μισή παραγωγή είναι στο χώμα. Κι εγώ κυνηγός είμαι, μα δεν πήγα να ρημάξω το βιός τους.
Τι κι αν έγραψες; Να ξαναγράψεις, που να τους γράψουνε την πλάκα… να το διαβάσουν τα παιδιά τους, να μη γίνουνε σαν τους γονιούς… αυτοί νομίζουνε πως πατάς ένα κουμπί και γίνεται η δουλειά. Δεν έχουν πιάσει τσάπα στο λιοπύρι, παίρνουνε το μισθό τους κάθε μήνα, δεν νοιώθουνε πως είναι να περιμένεις μια φορά το χρόνο να πάρεις τη σοδειά, να τη φτωχοπουλήσεις, να πορευτείς μέχρι του χρόνου…
Του έταξα πως θα ξαναγράψω, μα, για να πω την αλήθεια, δεν το’χα σκοπό. Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια. Μα, μια βδομάδα μετά, διάβασα κάπου, πως κάποιοι αγρότες ζήτησαν χρήματα από κυνηγούς για να μην αλωνίσουν τα χωράφια τους κι αυτό μ’έβαλε σε σκέψεις. Όχι, φυσικά δεν συμφωνώ με αυτή την πρακτική. Κι όποιο κορόιδο πληρώσει για να κυνηγήσει σε έναν ελεύθερο κυνηγότοπο, απλά και μόνο συμβάλει στην μαύρη ρεζερβοποίηση της υπαίθρου. Κι αν αυτή η κατάσταση γίνει αποδεκτή από τους κυνηγούς ή έστω από κάποιους «κυνηγούς», του χρόνου θα πρέπει να πληρώσει πάλι και να πληρώσει περισσότερα. Κι ύστερα, όποιος έχει παραπάνω χρήματα θα ρεζερβάρει το καλύτερο καρτέρι τηλεφωνικά. Εκσυγχρονισμός! Αμερικανάκια γινήκαμε!
Μόνο που εδώ είναι οι Νότιοι με τα λεφτά κι οι Βόρειοι με τα γούστα…
Αηδίες πράγματα… Κάντε μου τη χάρη...
Υ.Γ. φυσικά δεν πρέπει να πληρώνουν οι κυνηγοί «με το κεφάλι» για να κυνηγήσουν. Αρκεί εκεί που κυνηγούν να μη ρημάζουν τα κεφάλια των ηλιόσπορων, πετώντας τα στο χώμα. Γιατί, συνάδελφοι, αν δεν σεβόμαστε το μόχθο του αλλουνού, αν καταστρέφουμε στο διάβα μας την περιουσία του, αν προκειμένου να εξυπηρετήσουμε τους πόθους και να πετύχουμε τους στόχους μας γκρεμίζουμε τα όνειρα και χαλάμε τα σχέδια του, αν δεν μπορέσουμε να συνυπάρξουμε αρμονικά, τότε τα κυνηγοτόπια – καλλιεργούμενες εκτάσεις πολύ σύντομα θα γίνουν άτυπες, πανάκριβες ρεζέρβες ή θα πάψουν να είναι κυνηγοτόπια.
Ο Θόδωρος χτές αλώνισε το χωράφι του. Με βάση την παραγωγή που πήρε σε σχέση με τον καρπό που έμεινε στο χώμα, η ζημιά του αγγίζει τα 800ευρώ. Ακόμη κι αν τον είχανε πληρώσει οι τρείς ουγκάγκαλοι πενήντα ευρώ το κεφάλι, μέσα με τα τσαρούχια θα ήτανε.
Ένας πολύ καλός κυνηγότοπος χάθηκε… ο Θόδωρος ορκίστηκε πως δεν θα ξανασπείρει ηλιόσπορο στο συγκεκριμένο χωράφι.
Γιώργος Θαλασσινός
https://www.facebook.com/thalassinos1/p ... __tn__=K-R